βιταλισμός

βιταλισμός
Με τον όρο αυτόν προσδιορίζεται ένα σύνολο φιλοσοφικών θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες τα βιολογικά φαινόμενα δεν μπορούν να αναχθούν στις φυσικοχημικές διαδικασίες, αλλά οφείλονται σε μια δύναμη (νisvitalis)που ξεφεύγει από την επιστημονική ανάλυση και την εργαστηριακή έρευνα. Η προβληματική του β. συνδέεται έτσι με τις αντιλήψεις της τελολογίας και της θεωρίας της εξέλιξης στη βιολογία. Βιταλιστικές θέσεις υποστηρίχτηκαν επανειλημμένα κατά τον 18o και 19o αι., δέχτηκαν όμως σημαντικό πλήγμα όταν ο Κλοντ Μπερνάρ απέδειξε στο περίφημο έργο του Εισαγωγή στη μελέτη της πειραματικής ιατρικής (1865) ότι και στη βιολογία δεν μπορούμε να έχουμε καμιά άλλη λογική φιλοδοξία εκτός από τον καθορισμό των άμεσων αιτιών των φαινομένων. Αυτό, εξάλλου, δεν απέτρεπε την ανάγκη δημιουργίας ειδικού κλάδου της χημείας για την ερμηνεία των βιολογικών φαινομένων, όπως ακριβώς συνέβη με την εμφάνιση της βιοχημείας. Η άποψη ωστόσο του Μπερνάρ δεν παρεμπόδισε την εμφάνιση των νεοβιταλιστικών θεωριών (Μπέρξον, Ντρις κ.ά.), που συμβάδιζαν είτε με την παρακμή της θετικιστικής σκέψης είτε με την ίδια την αντικειμενική δυσκολία να προσδιοριστούν πάνω σε επιστημονική βάση όλοι οι κρίκοι, μέσω των οποίων πραγματοποιείται στη φύση το πέρασμα από τα ανόργανα στα οργανικά φαινόμενα. Στο τελευταίο αυτό πεδίο, οι πιο πρόσφατες επιστημονικές και θεωρητικές κατακτήσεις τείνουν να επιφέρουν και την οριστική ανασκευή των θεωριών του β.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιταλισμός — ο (λ. λατ.), φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια ζωτική αρχή που καθορίζει τις οργανικές λειτουργίες και χαρακτηρίζεται και από την ψυχή και από το σώμα, ζωτικοκρατία, ζωισμός: Οι απόψεις του Δαρβίνου και η Φυσική αναίρεσαν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ζωτικοκρατία — η (φιλοσ.) εξελληνισμός τού ξενικού όρου βιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vitalisme] …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”